Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονσόλα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 architettura me`nsola ~f~
2 console ~f~ /κονσόλ/

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κονσέρτο κόνσολος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---