Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονσομασιόν  
ουσιαστικό θηλυκό

l'intrattene`re ~m~ i clie`nti in un loca`le nottu`rno come entraîneuse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόνσολος κονσοματρίς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---