Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονσερβοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

inscatolame`nto ~m~ di prodotti alimentari, il me`ttere ~m~ alime`nti in sca`tola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κονσερβοποιημένος κονσερβοποιία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---