Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκονσερβαρισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [κονσερβάρω] 2 conserva`to 3 scatola`to 4 in conse`rva 5 in sca`tola permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |