Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονσερβάρω  
ρήμα

1 conserva`re
2 inscatola`re
3 me`ttere in sca`tola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κονσερβαρισμένος κονσερβατουάρ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---