Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορσεύω
ρήμα μεταβατικό variante di [κουρσεύω] κουρσεύγω ρήμα μεταβατικό variante di [κουρσεύω] κουρσεύω ρήμα μεταβατικό 1 di pirati corseggia`re, pirateggia`re, depreda`re, devasta`re, depreda`re 2 ((per estensione)) saccheggia`re, me`ttere a sacco, depreda`re οι Βάνδαλοι κούρσεψαν τη Ρώμη == i Vandali saccheggiarono Roma κουρτζεύγω ρήμα μεταβατικό variante di [κουρτζεύω] κουρτζεύω ρήμα μεταβατικό variante di [κουρσεύω] κουσεύω ρήμα μεταβατικό variante di [κουρσεύω] κρουσεύω ρήμα μεταβατικό variante di [κουρσεύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |