Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουρσευτής
ουσιαστικό αρσενικό 1 corsa`ro ~m~ 2 depredato~m~re ~m~ 3 predato~m~re ~m~ 4 predo~m~ne ~m~ 5 rapinato~m~re ~m~ 6 razziato~m~re ~m~ 7 saccheggiato~m~re ~m~ 8 spogliato~m~re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |