Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούρσος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 mallo`ppo ~m~ 2 preda ~f~ 3 sacche`ggio ~m~ 4 scorreri`a ~f~ 5 svaligiame`nto κρούσος ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κούρσος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |