Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουσούρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 dife`tto ~m~, pecca ~f~, maga`gna ~f~ τα μεταχειρισμένα αμάξια όλο και κάποιο κουσούρι θα 'χουν == le macchine usate qualche magagna ce l'hanno sempre 2 dife`tto ~m~ fi`sico, invalidità ~f~ γεννήθηκε με ένα κουσούρι == ha un difetto fisico fin dalla nascita 3 brutta abitu`dine ~f~, pecca ~f~, strane`zza ~f~ έχει το κουσούρι να... == ha la brutta abitudine di... | έχει κι αυτός τα κουσούρια του == anche lui ha le sue pecche, le sue stranezze permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |