Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτάλα  
ουσιαστικό θηλυκό

me`stolo ~m~, me`stola ~f~, cucchia`ia ~f~ da cuci`na

κουτάλες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

((popolare)) fo`rcipe ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτάκι κουταλάκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---