Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτί  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 sca`tola ~f~ ένα κουτί σoκoλατάκια == una scatola di cioccolatini | ένα κουτί σπίρτα == una scatola di fiammiferi
2 pacche`tto ~m~ ένα κουτί τσιγάρα == un pacchetto di sigarette
3 bara`ttolo ~m~, latti`na ~f~ ένα κουτί καφές == un barattolo di caffè | ένα κουτί κόκα κόλα == una lattina di coca-cola | μια μπίρα σε κουτί == una lattina di birra του κουτιού == nuovo fiammante | ντυμένος του κoυτιού == vestito a pennello, a puntino | σου πάει, έρχεται κουτί == ti sta a meraviglia, a pennello | τα παπούτσια μoύ έρχονται κουτί == queste scarpe calzano come un guanto | μoυ ήρθε κουτί == mi è capitato a fagiolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτέντος κουτιαίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---