Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτόχορτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

solo nelle locuzioni τρώω κoυτόχορτο == essere uno stupido, un ingenuo e δεν τρώω κoυτόχορτο εγώ! == mica sono scemo io!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτουρού κούτρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---