Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουτρούλης
επίθετο ((popolare)) calvo, pela`to +++έγινε του κoυτρoύλη o γάμoς == si scatenò il finimondo, è scoppiato un pandemonio κουτρούλης ουσιαστικό αρσενικό 1 calvo ~m~ 2 pela`to ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |