Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτρουβαλάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [κουτρουβαλώ]

κουτρουβαλιάζω
ρήμα αμετάβατο

variante di [κουτρουβαλώ]

κουτρουβαλώ  
ρήμα αμετάβατο

capitombola`re, ruzzola`re κουτρουβάλησε στις σκάλες == è capitombolato, è ruzzolato dalle scale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτρουβάλα κουτρουβάλημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---