Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτουλάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [κουτουλώ]

κουτουλώ  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 di animali cozza`re, incorna`re, dare corna`te
2 di persone cozza`re il capo; sba`ttere, picchia`re la testa, dare una testa`ta κoυτούλησε στον τοίχο == ha cozzato il capo contro il muro | κoυτoυλώ από τη νύστα == cadere dal sonno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτούκι κουτουλιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---