Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτεντές  
ουσιαστικό αρσενικό

1 sce`mpio ~m~
2 dabbe`n uo`mo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτεντάρω κουτέντος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---