Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοστίζω
ρήμα αμετάβατο costare ((anche in senso figurato)) πόσο κοστίζει αυτό το βραχιόλι; == quanto costa questo braccialetto? | δεν σου κοστίζει και τίποτα να 'σαι λίγο πιο ευγενικός! == non ti costa nulla essere un po' più gentile! | μας κόστισε πολύ o χαμός του == la sua scomparsa è stata un duro colpo per noi κουστίζω ρήμα αμετάβατο variante di [κοστίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |