Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκότα
ουσιαστικό θηλυκό 1 gallina ~f~ 2 (fig) donna ~f~ scio`cca, oca ~f~ +++είναι να τον κλαίν' κι οι κότες == fa pena, è da compiangere | περνώ ζωή και κότα == passarsela magnificamente, fare una vita da papa, da pascià | κοιμάμαι με τις κότες == andare a letto con le galline permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |