Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρσάρικος  
επίθετο

pirate`sco, corsa`ro, pira`ticο, corsare`sco κουρσάρικα καράβια == navi corsare | κουρσάρικη επιδρομή == attacco piratesco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κούρσα κουρσάρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---