Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουραφέξαλα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός sciocche`zze ~fp~, sceme`nze ~fp~, baggiana`te ~fp~ κουροφέξαλα ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός variante di [κουραφέξαλα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |