Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρελής  
ουσιαστικό αρσενικό

straccio`ne ~m~, pezze`nte ~mf~

κουρελού
ουσιαστικό αρσενικό

femminile di [κουρελής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρείο κουρέλι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---