Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρέλι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 stra`ccio ~m~, ce`ncio ~m~, brande`llo ~m~ di stoffa
2 (fig) di persona stra`ccio ~m~ με έκανε κουρέλι == mi ha trattato come una pezza da piedi | είναι κουρέλι μετά το διαζύγιo == dopo il divorzio si sente uno straccio | να νεύρα μου έχουν γίνει κουρέλι == ho i nervi a pezzi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρελής κουρέλια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---