Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορεός
ουσιαστικό αρσενικό variante di [κοριός] κοριός ουσιαστικό αρσενικό 1 zoologia ci`mice ~f~ 2 elettronica ci`mice ~f~, microspi`a ~f~ telefo`nica κουρεός ουσιαστικό αρσενικό variante di [κοριός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |