Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοριτσάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bambi`na ~f~
2 bimba ~f~
3 femminu`ccia ~f~
4 pupa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορίστας κορίτσι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ένα κοριτσάκι = una bambina [θηλ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---