Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 di albero fusto ~m~, tronco ~m~
2 di persona tronco ~m~, torso ~m~, busto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορμοράνος κορμοστασιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---