Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορμοστασιά  
ουσιαστικό θηλυκό

corporatu`ra ~f~, portame`nto ~m~ αθλητική κορμοστασιά == corporatura d'atleta | περήφανη κορμοστασιά == portamento fiero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορμός κορμόφυτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---