Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορίνθια
επίθετο

femminile di [Κορίνθιος]

κορίνθιος  
επίθετο

abita`nte ~mf~ della città di Cori`nto, cori`nzio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοριασμένος κορινθιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---