Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορίτσι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 raga`zza ~f~
2 fi`glia ~f~, fe`mmina ~f~ έκανε πέντε παιδιά, όλα κορίτσια == ha fatto cinque figli, tutte femmine
3 raga`zza ~f~ ve`rgine
4 raga`zza ~f~, donna ~f~ nu`bile

κορίτσιν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [κορίτσι]

κουρίτσι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κορίτσι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοριτσάκι κοριτσίστικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---