Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοκόδρουλος
ουσιαστικό αρσενικό variante di [κροκόδειλος] κορκόδειλος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κροκόδειλος] κροκόδειλος ουσιαστικό αρσενικό zoologia coccodrillo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |