Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοπριά
ουσιαστικό θηλυκό 1 sterco ~m~ 2 leta`me ~m~, conci`me ~m~ orga`nico κροπιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [κοπρία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |