Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόπος
ουσιαστικό αρσενικό 1 fati`ca ~f~, stento ~m~ περπατούσε με κόπο == faceva fatica a camminare | με κόπο στέκεται στα πόδια του == a stento si regge sulle gambe | την έπεισα με κόπο == l'ho convinta a stento, a fatica, ho fatto fatica a convincerla | πήγε στράφι o κόπος σου == hai fatto tanta fatica per nulla | είναι χαμένος κόπος == è fatica sprecata 2 distu`rbo ~m~, inco`modo ~m~, pena ~f~, fati`ca ~f~, briga ~f~ μην κάνεις τον κόπο να... == non prenderti il disturbo di... | αν δεν σου κάνει κόπο... == se per te non è un disturbo... | τι σας οφείλω για τον κόπο σας; == cosa Le devo per il disturbo, per l'incomodo? | δεν αξίζει τον κόπο == non vale la pena μπαίνω στον κόπο να... == prendersi la briga di..., darsi la pena di... | άδικα μπήκε στον κόπο == si è dato da fare per niente 3 ((spesso al plurale)) fati`ca ~f~, sforzo ~m~, ricompe`nsa ~m~ ποιος θα μoυ πληρώσει τον κόπο μου; == chi mi ripagherà della mia fatica? | οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής == i frutti delle fatiche di una vita κούπος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κόπος] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακάνω κόπο = fare fatica || δεν αξίζει τον κόπο = non vale la pena || αν δε σου κάνει κόπο = se non ti disturba || αξίζει τον κόπο = valere la pena Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |