Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκο§πιω§δέ§στα§τος
επίθετο superlativo di [κοπιώδης] κο§πιω§δέ§στε§ρος επίθετο comparativo di [κοπιώδης] κοπιώδης επίθετο ((letterario)) laborio`so, fatico`so, affatica`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |