Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κο§πιω§δέ§στα§τος
επίθετο

superlativo di [κοπιώδης]

κο§πιω§δέ§στε§ρος
επίθετο

comparativo di [κοπιώδης]

κοπιώδης  
επίθετο

((letterario)) laborio`so, fatico`so, affatica`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοπιώ κοπλιμεντάρω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---