Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κρόκος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 botanica croco ~m~, zaffera`no ~m~
2 colo`r ~m~ zaffera`no, zaffera`no, cro`co
3 tuo`rlo ~m~, rosso ~m~ d'uo`vo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κροκόδειλος κροκυδώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---