Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοραλλένιος  
επίθετο

di cora`llo, coralli`no ((anche in senso figurato))

κοριαλλένιος
επίθετο

variante di [κοραλλένιος]

κουρελλένος
επίθετο

variante di [κοραλλένιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορακοζώητος κοράλλι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---