Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Κοράν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [Κοράνι]

Κοράνη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [Κοράνι]

Κοράνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

religione cora`no ~m~

Κοράνιν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [Κοράνι]

Κοράνιο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [Κοράνι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοραλλιογενής κορασά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---