Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορδέλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 nastro ~m~ είχε δέσει τα μαλλιά της με μια κορδέλα == si era legata i capelli con un nastro | η κορδέλα της γραφομηχανής == il nastro della macchina da scrivere 2 fettu`ccia ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |