Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορδώνομαι
ρήμα παθητικό

pavoneggia`rsi, far la ruo`ta come un pavo`ne

κορδώνω  
ρήμα αμετάβατο

pavoneggia`rsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορδωμένος κορδωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---