Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορεσμός  
ουσιαστικό αρσενικό

saturazio`ne ~f~, sazietà ~f~ σημείo κoρεσμoύ == punto di saturazione | έχει φθάσει σε κoρεσμό == è giunto a saturazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορεσμένος κορεστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---