Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόρη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fi`glia ~f~ έχει δυo γιους και μία κόρη == ha due figli e una figlia
2 ((per estensione)) fanciu`lla ~f~, raga`zza ~f~ ve`rgine μια χαριτωμένη κόρη == una graziosa fanciulla
3 anatomia pupilla

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορεστός κοριαίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---