Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Κορεάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ della Core`a, corea`no

Κορεάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Κορεάτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορδωτός κορεατικός, (raro) κορεάτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---