Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκορδόνι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 cordo`ne ~f~ 2 stringa ~f~, la`ccio ~m~ δένω τα κορδόνια των παπoυτσιώv == allacciarsi le scarpe | το πήρε σκοινί κορδόνι == ha preso l'abitudine permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |