Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κορασίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

((letterario)) fanciu`lla ~f~, donze`lla ~f~, giovine`tta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κορασά κορασιοπούλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---