Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόρακας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zoologia corvo ~m~
2 (fig) ((spregiativo)) beccamo`rti ~m~, becchi`no ~m~ άι στον κόρακα! == accidenti!, dannazione! | κόρακας κoράκoυ μάτι δεν βγάζει == cane non mangia cane

κοράκι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κόρακας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόρα κορακάτος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στον κόρακα! = al diavolo!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---