Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρέλιασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 dilacerazio`ne ~f~
2 lacerame`nto ~m~
3 lacerazio`ne ~m~
4 sdrucitu`ra ~f~
5 squa`rcio ~m~
6 strappatu`ra ~f~
7 strappo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρελιάρικος κουρελιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---