Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουρεύομαι
ρήμα παθητικό taglia`rsi i cape`lli, farsi taglia`re i cape`lli κουρεύω ρήμα μεταβατικό 1 persona taglia`re i cape`lli κουρεύω γουλί == rapare a zero, tosare 2 animale tosa`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |