Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρκουτιάζω  
ρήμα αμετάβατο

diventa`re una pappa κουρκούτιασε το μυαλό του == si è rincretinito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρκούτι κουρκουτιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---