Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουρνιάζω
ρήμα αμετάβατο 1 di uccelli appollaia`rsi 2 (fig) di persona rannicchia`rsi η μικρή κούρνιασε στην αγκαλιά της μάνας της == la piccola si è rannicchiata tra le braccia della madre permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |