Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κούρεμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ta`glio ~m~ dei cape`lli πηγαίνω για κούρεμα == vado a farmi tagliare i capelli
2 tosatu`ra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρελόχαρτο κουρεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---