Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουρελιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [κουρελιάζω]
2 cencio`so
3 la`cero
4 sbrindella`to
5 sdruci`to
6 straccia`to
7 a brande`lli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουρέλιασμα κουρελλένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---