Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουρελιάζω
ρήμα μεταβατικό 1 straccia`re 2 (fig) ridu`rre uno stra`ccio, distru`ggere, fare a pezzi την έχει κουρελιάσει o θάνατoς των παιδιών της == la morte dei figli l'ha ridotta uno straccio, l'ha distrutta 3 (fig) umilia`re, ridicolizza`re, rovina`re κουρέλιασαν την υπόληψή του == hanno rovinato la sua reputazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |